ξυπολυσιά

ξυπολυσιά
και ξυπολησιά, η [ξυπόλυτος]
η κατάσταση τού ανυπόδητου, τού ξυπόλυτου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξυπολυσιά — η 1. η κατάσταοη του ξυπόλυτου. 2. γύμνια, φτώχεια, αδυναμία οικονομική: Έχει φοβερή ξυπολυσιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανυποδησία — κ. δεσία (Α ἀνυποδησία κ. δεσία) το να μη φοράει κάποιος υποδήματα, ξυπολυσιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”